-
1 φύτων
φύ̱των, φύωbring forth: aor imperat act 3rd dual -
2 γένος
A race, stock, kin,ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γ. ἠδ' ἴα πάτρη Il.13.354
;αἷμά τε καὶ γ. Od.8.583
; ;γένος πατέρων αἰσχυνέμεν Il.6.209
;γ. ἀπόλωλε τοκήων Od.4.62
; : freq. abs. in acc., ἐξ Ἰθάκης γένος εἰμί from Ithaca I am by race, 15.267, cf. Il. 5.544, 896, S.Ph. 239, etc.; in [dialect] Att. freq. with the Art., ;Ar.
Pax 186, cf. Pl.Sph. 216a: so in dat.,γένει πολῖται D.23.24
; γένει υἱός, opp. an adopted son, Id.44.2; οἱ ἐν γένει, = συγγενεῖς, S.OT 1430;οἱ ἔξω γένους Id.Ant. 660
;οὐδὲν ἐν γένει Id.OT 1016
;γένει προσήκειν τινί X.An.1.6.1
;γένει ἀπωτέρω εἶναι D. 44.13
: in gen., γένους εἶναί τινος to be of his race, , cf. X.HG4.2.9; ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα γένους, nearer, next of kin, Is.8.33, A.Supp. 388.2 direct descent, opp. collateral relationship,γένος γάρ, ἀλλ' οὐχὶ συγγένεια Is.8.33
; αἱ κατὰ γένος βασιλεῖαι hereditary monarchies, Arist.Pol. 1285a16, 1313a10.II offspring, even of a single descendant,σὸν γ. Il.19.124
, 21.186;ἡ δ' ἄρ' ἔην θεῖον γ. οὐδ' ἀνθρώπων 6.180
;ἁμὸν Οἰδίπου γ. A. Th. 654
; Διὸς γ., of Bacchus, S.Ant. 1117 (lyr.);Τέκμησσα, δύσμορον γ. Id.Aj. 784
.2 collectively, offspring, posterity,ἐκεῖνοι καὶ τὸ γ. τὸ ἀπ' ἐκείνων Th.1.126
;ἐξώλη ποιεῖν αὐτὸν καὶ γ. καὶ οἰκίαν D.19.71
.III generally, race, of beings, ;ἡμιθέων γ. ἀνδρῶν Il.12.23
; ἡμιόνων, βοῶν γ., Il.2.852, Od.20.212; ἵππειον γ., i.e. mules, S.Ant. 342;ἰχθύων πλωτὸν γ. Id.Fr.941.9
.b clan, house, family, Hdt.1.125, etc.; Φρὺξ μὲν γενεῇ, γένεος δὲ τοῦ βασιληΐου ib.35; τοὺς ἀπὸ γένους men of noble family, Plu.Rom.21;ἱερεὺς κατὰ γ. IG 5(1).497
, al.; also ἱέρεια ἀπὸ γένους, διὰ γένους, ib.607.29,602; esp. at Athens and elsewhere as a subdivision of the φρατρία, Arist.Ath. Fr.3, Pl.Alc.1.120e, etc.; = Lat. gens, D.S.4.21, Plu.Num.1.e of animals, breed, Id.4.29.2 age, generation, Od.3.245; γ. χρύσεον, etc., Hes.Op. 109: hence, age, time of life,γένει ὕστερος Il.3.215
, cf. Arist.Rh. 1408a27.V class, sort, kind,τὰ γ. τῶν κυνῶν ἐστι δισσά X.Cyn.3.1
;τὸ φιλόσοφον γ. Pl. R. 501e
; τὸ τῶν γεωργῶν [γ.] Id.Ti. 17c, cf. R. 434b, Arist.Pol. 1329a27;τῶν ἰχθυοπωλῶν γ. Xenarch.7.4
;τὸ τῶν παρασίτων γ. Nicol.
Com.1.1, etc.2 in Logic, opp. εἶδος (species), Pl.Prm. 129c, al., Arist.Top. 102a31, 102b12, al.;τὰ γ. εἰς εἴδη πλείω καὶ διαφέροντα διαιρεῖται Id.Metaph. 1059b36
.3 in the animal kingdom, τὰ μέγιστα γ., = the modern Classes, such as birds, fishes, Id.HA 490b7, cf. 505b26; so in the vegetable kingdom, γένη τὰ μέγιστα, = σιτώδη, χεδροπά and ἀνώνυμα, Thphr.HP8.1.1.b genus, τὸ τῶν καρκίνων γ., τὸ τῶν περιστερῶν γ., etc., Arist.HA 487b17, 488a4;τῶν δένδρων καὶ τῶν φυτῶν εἴδη πλείω τυγχάνει καθ' ἕκαστον γένος Thphr.HP1.14.3
;τοῦ αὐτοῦ γένους [πίτυς] καὶ πεύκη Dsc. 1.69
, al.c γένος τι a species of plant, Thphr.HP4.8.13; so later, γένη, = crops,ἄλλοις γένεσι τοῖς πρὸς πυρὸν διοικουμένοις PTeb.66.43
, al. (ii B. C.);οἷς ἐὰν αἱρῶμαι γένεσι πλὴν κνήκου PAmh.2.91.15
(ii A. D.); produce, POxy.727.20 (ii A. D.); materials, ib.54.16 (iii A. D.); ἐν γένεσιν in kind, opp. ἐν ἀργυρίῳ, PFay.21.10 (ii A. D.). -
3 συνέχεια
συνέχεια, ἡ,A continuity,τῆς κινήσεως Arist.Metaph. 1050b26
; [ τῶν νεύρων] Id.HA 515b6; [ἡ ῥάχις] μία μὲν διὰ τὴν σ., πολυμερὴς δὲ τῇ διαιρέσει τῶν σπονδύλων Id.PA 654b15
, cf. HA 559a7;σ. ἔχειν πρός τι Id.PA 652b3
;ὁ ὅλος ὄγκος ὥσπερ κατὰ συνέχειαν τρέφεται καὶ ἐπιδίδωσι Thphr.CP1.12.4
; σ. γίνεται there is a continuous succession (of flowering), Id.HP6.8.4, cf. 7.10.3; σ. τῶν ἀκροβολισμῶν, τῆς μάχης, Plb.5.100.2, Hdn.8.5.2.b coherence,πρὸς τὰ οἰκεῖα μέρη Stoic.2.145
;νόσος.. τῆς σ. [τοῦ σώματος] τῶν μερῶν διαίρεσις Gal.7.2
;ὀδύνη γίνεται.. τῆς σ. λυομένης Id.15.515
.c κατὰ συνέχειαν ἀριθμεῖσθαι to be reckoned by conjunction (e.g. 1, 2, 3, 4; 4, 5, 6, 7), Steph.in Hp.1.198 D.2 mere sequence of words, Pl.Sph. 261e, 262c; connexion in a sentence,τῶν ὀνομάτων D.H.Vett.Cens.5.2
, cf. Comp.23;γραμμάτων Demetr.Eloc.68
; also of argument, αἱ κατὰ συνέχειαν [προτάσεις], = συνημμένα ἀξιώματα (cf.συνάπτω A. 111.3
), Stoic.2.71, cf. 85;σ. ἀποδείξεων Luc.Dem.Enc.32
; ἡ ἐν τῷ λογίζεσθαι ς. Plu. 2.792d;πυκνότης καὶ συνέχεια Hermog.Id.2.10
.4 sequence, chain of cause and effect,ἐπισύνδεσις καὶ σ. τῶν αἰτίων Alex.Aphr.Fat.195.3
;τῶν ἐφεξῆς σ. καὶ συμπλοκή Plot.3.1.4
.5 continuity of substance, viscosity, (sc. ἐλαίου) Thphr. Od.18; of dripping honey, μὴ.. ὑγρόν, ὡς ἀποσπᾶσθαι τῆς ς. Gal.6.270; ἡ πρὸς τὸν ὀμφαλὸν τοῦ ἐμβρύου ς. Sor.1.71; of broken bones, Id.Fract.5, al.;σ. τῶν φυτῶν Hdn.7.2.5
.6 compactness, close order, of military formation, Arr.Tact.11.4, Ael.Tact.11.4.II continued attention, perseverance, D.18.218; continuance of an action,τῇ σ. τῆς μελέτης Hierocl. in CA27p.484M.
; practice, Plot.4.6.3; συνεχείας δηλωτική, = frequentativa, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνέχεια
-
4 μετάβασις
A moving over, shifting, e.g. of the body in walking, from one leg to the other, Hp.Mochl.20; change of position, Epicur.Ep.1p.16U.: pl., ib.p.17 U.2 passing over, ἐς τὸ ἕτερον πλοῖον v.l. in Antipho 5.22; migration, change of residence,εἰς Κόρινθον ἐξ Ἀθηνῶν Plu.2.78d
; μ. ποιεῖσθαι ἐπί .. BGU137.6 (ii A. D.).II change,τῶν πολιτειῶν γένεσις καὶ μ. Pl.Lg. 676c
;δοκεῖ ἡ μ. ἐντεῦθεν γίγνεσθαι Id.R. 547c
;τῶν νομίμων Arist.Pol. 1303a22
(pl.);ἡ μ. ἐκ [τῶν φυτῶν] εἰς τὰ ζῷα συνεχής ἐστιν Id.HA 588b11
;μ. ἀπὸ ποιότητος εἰς ποιότητα Sor.2.15
;αἱ τῆς τραγῳδίας μ. Arist.Po. 1449a37
; but ἡ μ. the reversal of fortune in a drama, ib. 1455b28.2 inference or procedure by analogy, Phld. Rh.1.105 S., Sign.19, S.E.M.8.194;ἡ κατὰ τὸ ὅμοιον μ. Phld.Sign. 38
, al.; also in Medicine,ἡ τοῦ ὁμοίου μ. Gal.1.118
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετάβασις
-
5 πάθος
A that which happens to a person or thing, τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῆς ὄψεως π. Pl.Tht. 193c; τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ [τῆς ψυχῆς] π. Id.R. 612a; incident, accident, τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.5.4; τὸ συντυχὸν π. S.Aj. 313; οὗ τόδ' ἦν π. where this incident took place, Id.OT 732; ἔξωθεν π. Pl.R. 381a; unfortunate accident, Antipho 3.4.10.2 what one has experienced, good or bad, experience, (lyr.); τά γ' ἐμὰ π. my experiences, Pl.Phd. 96a;τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον A.Ag. 533
; opp. ἔργα, Pl. Phdr. 245c, Arist.Cael. 298a28; opp. πρᾶξις, Pl.Lg. 876d;ἤθη καὶ π. καὶ πράξεις Arist.Po. 1447a28
.b in bad sense, misfortune, calamity, A.Pr. 703, Hdt.1.91, Lys.32.10, etc.;οὐλίῳ σὺν πάθει S.Aj. 932
(lyr.); τὰ τῆς Νιόβης π. Pl.R. 380a, etc.; ἀνήκεστον π. ἔρδειν to do an act which is an irreparable mischief to one, Hdt.1.137; μετὰ τῆς θυγατρὸς τὸ π., i.e. her death, Id.2.133; π. μέγα πεπονθέναι, of a great defeat, Id.3.147, cf. 5.87, al.II of the soul, emotion, passion (λέγω δὲ πάθη.. ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη Arist.EN 1105b21
),σοφίη ψυχὴν παθῶν ἀφαιρεῖται Democr.31
;διὰ πάθους Th.3.84
; ἐρωτικὸν π. Pl.Phdr. 265b; π. ποιεῖν to excite passion, Arist.Rh. 1418a12;ἐν π. εἶναι Id.Pol. 1287b3
; ἐκτὸς τοῦ π. εἶναι to be exempt from passion, Teles p.56 H.;ἔξω τῶν π. γίγνεσθαι D.C.60.3
; περὶ παθῶν, title of work by Zeno the Stoic, D.L.7.4; in Epicur., sensation (including pleasure and pain), ἀκουστικὸν π. Ep.1p.13U., cf. p.19 U. (pl.); ὡς κανόνι τῷ π. πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες ib.3p.63U.III state, condition, τὸ τῆς παντοδαπῆς ἀγνοίας π. Pl.Sph. 228e, cf. 243c, Plt. 277d, Ap. 22c; opp. ἐνέργεια, A.D.Synt.12.17; opp. ποίημα, Pl.Sph. 248d.2 incidents of things, changes or happenings occurring in them, τὰ οὐράνια π. Pl.Hp.Ma. 285c; τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Id.Phd. 96c;τὰ τοῦ οὐρανοῦ π. καὶ μέρη Arist.Metaph. 986a5
;π. τοῦτο, ὃ καλεῖν εἰώθαμεν σεισμόν Id.Mu. 395b36
.3 properties, qualities of things, opp. οὐσία, Pl.Euthphr. 11a; π. λέγεται.. ποιότης καθ' ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται, οἷον τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν, καὶ γλυκὺ καὶ πικρόν, καὶ βαρύτης καὶ κουφότης, κτλ. Arist. Metaph. 1022b15; τῶν ἀριθμῶν π. ib. 985b29; ἀριθμοῖς καὶ γραμμαῖς καὶ τοῖς τούτων π. Iamb.Comm.Math.23;γεωμετρία περὶ τὰ συμβεβηκότα πάθη τοῖς μεγέθεσι Arist.Rh. 1355b31
, cf. APo. 75b1; τῶν φυτῶν τὰ μέρη καὶ τὰ π. Thphr.HP1.1.1; αἱ δυνάμεις καὶ τὰ π. ib.8.4.2.IV Gramm., modification in form of words (esp. dialectal),πάθη τῆς λέξεως Arist.Rh. 1460b12
, cf. A.D.Pron.38.24, al.2 in Syntax, modified construction, of omission or redundancy, Id.Synt.6.15, 267.8.c in writing, signs other than accents and breathings ([etym.] ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή), D.T.Supp.1p.107U.V Rhet., emotional style or treatment, τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν π. Longin.8.1;πάθος ποιεῖν Arist.
Rh. 1418a12;πράγματα π. ἔχοντα Plu.2.711e
, etc.: pl.,πάθη διεστῶτα ὕψους Longin.8.2
. -
6 ιδιοτης
(τῶν πράξεων Plat.; τῶν φυτῶν Arst.; τοῦ πολιτεύματος Polyb.)
ἥ ἰ. τῇς ἡδονῆς Xen. — особая прелесть -
7 κατανοεω
1) (ясно) подмечать, (отчетливо) понимать(τοῦτο Her.; τὰς διαφορὰς τῶν φυτῶν Arst.)
ὡς ἐμὲ κατανοέειν Her. — как мне думается;οὐ πάνυ κατανοῶ Plat. — я не совсем понимаю2) замечать, видетьτέν ἐν τῷ ἑαυτοῦ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κ. погов. NT. — не замечать бревна в собственном глазу3) изучать, усваивать(τῆς Περσίδος γλώσσης καὴ τῶν ἐπιτηδευμάτων τῆς χώρας Thuc.; τέν τῆς πολιτείας ἀρετήν Plut.)
4) воспринимать, созерцать, мыслитьτῷ κατανοουμένῳ τὸ κατανοοῦν ἐξομοιῶσαι Plat. — уподобить созерцающее созерцаемому, т.е. субъект мышления его объекту
5) размышлять, обдумывать(περί τινος Xen., Polyb.)
6) принимать во внимание(δεῖ κ., ὅτι … Arst.)
7) приходить к заключению, умозаключатьτόδε δέ κατανοητέον Plat. — приходится, стало быть, сделать следующий вывод
-
8 ωον
эол. ὤιον τό1) яйцо(τὰ ᾠὰ χηνέων, κροκοδείλου Her., τῶν ὀρνίθων Arst.)
ᾠὸν ἅπας γέγονεν Anth. — он весь стал как яйцо, т.е. совершенно облысел2) семя(τῶν φυτῶν Arst.)
-
9 προσαρμογή
η1) прилаживание, подгонка; 2) приспосабливание, приспособление; привыкание; адаптация (тж. биол);η προσαρμογή στίς νέες συνθήκες — приспосабливание к новым условиям;
η προσαρμογή των φυτών (των οργάνων) — приспособление растений (органов);
3) мед. аккомодация -
10 νόσημα
A disease, Hp.Flat.1, S.Ph. 755, E.El. 656, Th.2.49,53, etc.;τὰ περὶ τὸ σῶμα ν. Isoc.8.39
;νοσήμασι περιπίπτειν X.Cyr.6.2.27
;νοσήματα τῶν σπερμάτων Thphr.HP 8.10.1
; [τῶν φυτῶν] ib.4.14.1. -
11 ἀπασχολέω
A leave one no leisure, keep him employed, Luc.Philops. 14, Hld.2.21:—[voice] Pass., to be wholly occupied or engrossed, so as to attend to nothing else,περί τινα Luc.Charid.19
, cf. Olymp. in Mete. 108.22; τινί ib.107.13; ἀ. ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς to be absent on foreign service, POxy. 71 ii 8 (iv A. D.).II τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης ἐς ἑαυτὴν τὰ βέλη rendering them of none effect, Hdn.7.2.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπασχολέω
-
12 ἐπέτειος
A (lyr.): [dialect] Ion. [full] ἐπέτεος GDI iv p.876, v.l. in Hdt.3.89:—annual,θυσίαι Id.6.105
;ὁ ἐ. καρπός Id.8.108
; ὁ ἐ. φόρος the yearly revenue, Id.5.49;πρόσοδος Id.3.89
;βύβλον τὴν ἐ. γινομένην Id.2.92
; τὸ ὕδωρ τὸ ἐ. the water drawn up by the sun every year, ib.25;γενήματα PTeb.27.33
(ii B.C.); ἐπέτεια, τά, yearly additions to treasure, IG12.242,244; ἐ. ;ἐ. ἀ.λοκες A.Ag.
l.c.;ἐ. νοσήματα
recurring annually,Pl.
R. 405c: metaph., ἐπέτειοι τὴν φύσιν changeful as the seasons, or like birds of passage, Ar.Eq. 518.2 lasting for a year,ἐ. τὰ πολλὰ τῶν ἐντόμων Arist.Long. 466a2
; τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἐπέτειον ἔχει τὴν ζωήν ib. 464b25, cf. Thphr.HP1.1.2;ἐ. ψηφίσματα
having force for a year,D.
23.92;τὰ κατὰ τὰς ἀρχάς Plb.6.46.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέτειος
-
13 απαριθμεω
1) пересчитывать, учитывать(ὄχλον Xen.; πάντα Plut.)
2) отсчитывать, платить(χρήματα διπλάσια Xen.)
3) перечислять(τὰ μέρη τῶν φυτῶν Arst.)
4) пересказывать, рассказывать(τοὺς τυχόντας μύθους Arst.)
-
14 αποφυτεια
-
15 βλαστος
ὅ1) росток, отпрыск, побег Her., Arst., Plut.2) зародыш Arst.3) отпрыск, дитя Soph.4) произрастание(τῶν φυτῶν Plut.)
ὅ τοῦ βλαστοῦ καιρός Diod. — пора прозябания, т.е. весна -
16 γαλα
γάλακτος (γᾰ) τό1) молоко Hom., Pind., Arst., Theocr., Plut.ἐν γάλακτι (ἐν γάλαξι) εἶναι Eur. или τρέφεσθαι Plat. — (о грудных младенцах и детенышах) питаться молоком;
ὀρνίθων γάλα погов. Arph., Luc. — птичье молоко, т.е. небывалое лакомство;Ἀφροδίτης γάλα Arph. = οἶνος2) млечно-белый сок(τῶν φυτῶν Arst.)
3) Arst. = γαλαξίας См. γαλαξιας -
17 εντεριωνη
-
18 ιδιωμα
- ατος τό1) особенность, своеобразие(τὰ τῶν φυτῶν ἰδιώματα Arst.)
τὰ περὴ τοὺς τόπους ἰδιώματα Polyb. — местные особенности;τῆς συντάξεως ἰ. Polyb. — особое расположение (войск)2) грам. своеобразное выражение, особый оборот, идиома -
19 παραπηγνυω
(= παραπήγνυμι См. παραπηγνυμι) втыкать, т.е. прививать(τὰ πολυκαρπότατα τῶν φυτῶν Plut.)
-
20 υψηλοτης
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φύτων — φύ̱των , φύω bring forth aor imperat act 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοτανική — Κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των φυτών, ως προς την εξωτερική μορφή, την εσωτερική υφή, τη λειτουργία τους και τη γεωγραφική τους εξάπλωση. Διαιρείται σε γενική και ειδική β. Η γενική β. ασχολείται κυρίως με τη μορφολογία και… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… … Dictionary of Greek
γεωλογία — Επιστήμη που μελετά την εξελικτική ιστορία της Γης και την υλική σύσταση των δυνάμεων που την διαμόρφωσαν. Αναλυτικότερα, η γ. εξετάζει τα διαδοχικά στάδια εξέλιξης του πλανήτη μας, τους διάφορους παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση της… … Dictionary of Greek
φυτοπαθολογία — Με την ευρεία έννοια του όρου, είναι η επιστήμη που μελετά τις παθήσεις των φυτών, οποιοιδήποτε και αν είναι οι παράγοντες που τις προκαλούν. Στην πράξη όμως, για διδακτικούς σκοπούς, οι ασθένειες που προκαλούνται από τα ζώα και ειδικά τα έντομα … Dictionary of Greek
αγροχημεία ή γεωργική χημεία — Εφαρμοσμένη επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των χημικών και βιοχημικών διεργασιών που διεξάγονται στο έδαφος και στα φυτά και κατά τις οποίες διάφορες ουσίες μεταφέρονται από το έδαφος και τον αέρα στα φυτά και αντίστροφα. Η α. ασχολείται… … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
βλάστηση — Η διαδικασία κατά την οποία αναπτύσσονται τα διάφορα μέρη του φυτού ή όλα εκείνα τα όργανα που κυριαρχούν κατά τις διάφορες βλαστικές περιόδους, δηλαδή κατά την αύξηση, την ανθοφορία και την καρποφορία. Κάθε κύκλος β. συνδέεται φυσιολογικά με την … Dictionary of Greek